πρεσβεύω

πρεσβεύω
ΝΜΑ, και κρητ. τ. πρειγεύω Α [πρέσβυς]
1. είμαι πρεσβευτής, εκτελώ καθήκοντα πρεσβευτή
2. έχω ορισμένη αντίληψη, ομολογώ, φρονώ, πιστεύω, παραδέχομαι
3. εκκλ. μεσιτεύω, μεσολαβώ («Παναγία Θεοτόκος πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν», Όρθρ.)
αρχ.
1. είμαι μεγαλύτερος από κάποιον άλλο στην ηλικία
2. (για κρασί) είμαι παλαιός («πολλαῑς πρεσβεύων ἐτέων περικαλλέσιν ὥραις», Αρχέστρ.)
3. λαμβάνω την πρώτη θέση, είμαι άριστος
4. (για το αρσενικό φύλο) υπερέχω («οἷσι πρεσβεύει γένος», Ευρ.)
5. κυβερνώ, βασιλεύω
6. κατατάσσω κάποιον στην πρώτη γραμμή, τόν θεωρώ πρώτο στην τάξη («πρῶτον... πρεσβεύω θεῶν Γαῑαν», Αισχύλ.)
7. αποδίδω ιδιαίτερη τιμή ή λατρεία («τὰ δίκαια πρεσβεύειν πρὸ παντὸς ἰδίου... συμφέροντος», Πλούτ.)
8. καλλιεργώ τέχνες
9. ενεργώ ως αντιπρόσωπος
10. δέχομαι, παραδέχομαι
11. υποστηρίζω, ενδιαφέρομαι για κάτι
12. παθ. πρεσβεύομαι
κατέχω την πρώτη θέση (α. «κακῶν δὲ πρεσβεύεται τὸ Λήμνιον λόγῳ» — από όλα τα κακά πρωτεύει το κακό τής Λήμνου στον λόγο, Αισχύλ.
β. «τὸ πρεσβύτερον... τοῡ νεωτέρου ἐστί πρεσβευόμενον» — τιμάται περισσότερο από τον νεώτερο, Πλάτ.)
13. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ πεπρεσβευμένα
οι διαπραγματεύσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πρεσβεύω — to be the elder pres subj act 1st sg πρεσβεύω to be the elder pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβεύω — βλ. πίν. 19 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πρεσβεύω — πιστεύω, ομολογώ, παραδέχομαι: Πρεσβεύω πως η λύση που προτείνετε είναι σωστή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρεσβεύεσθε — πρεσβεύω to be the elder pres imperat mp 2nd pl πρεσβεύω to be the elder pres ind mp 2nd pl πρεσβεύω to be the elder imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβεύετε — πρεσβεύω to be the elder pres imperat act 2nd pl πρεσβεύω to be the elder pres ind act 2nd pl πρεσβεύω to be the elder imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβεύσουσιν — πρεσβεύω to be the elder aor subj act 3rd pl (epic) πρεσβεύω to be the elder fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πρεσβεύω to be the elder fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβεύσω — πρεσβεύω to be the elder aor subj act 1st sg πρεσβεύω to be the elder fut ind act 1st sg πρεσβεύω to be the elder aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβεύῃ — πρεσβεύω to be the elder pres subj mp 2nd sg πρεσβεύω to be the elder pres ind mp 2nd sg πρεσβεύω to be the elder pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπρεσβευκότα — πρεσβεύω to be the elder perf part act neut nom/voc/acc pl πρεσβεύω to be the elder perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπρεσβευμένων — πρεσβεύω to be the elder perf part mp fem gen pl πρεσβεύω to be the elder perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”